- ξεζνιχίζω
- ξεζνιχίζω (Μ)(σχετικά με θυσία πτηνών στην ΠΔ) τσιμπώ με το νύχι ή τρυπώ με αιχμηρό όργανο τον λαιμό τού πτηνού χωρίς να αποκόψω εντελώς το κεφάλι από το σώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + ζνίχι(ον) «τράχηλος, σβέρκος»].
Dictionary of Greek. 2013.